- προσίπτανθ'
- προσί̱πταντο , προσπέτομαιfly toimperf ind mp 3rd plπροσίπτανται , προσπέτομαιfly topres ind mp 3rd plπροσίπταντο , προσπέτομαιfly toimperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.